ἀκινητοῦσαν

ἀκινητοῦσαν
ἀκινητέω
to be at rest
pres part act fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακινητώ — ησα 1. αμτβ., είμαι ακίνητος: Εκείνη την ώρα οι μηχανές ακινητούσαν. 2. μτβ., κάνω κάτι να μην κινείται, ακινητοποιώ: Ακινήτησε το όχημα κι έσβησε τη μηχανή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”